Ο «Γάμος»αποδεικνύεται εφιαλτικά επίκαιρος ακόμη και σήμερα, καθώς, παρά τις νομοθετικές διευθετήσεις που χαρακτηρίζουν πλέον ως «βιασμό» όχι μόνο την άσκηση βίας, αλλά και την απλή λεκτική άρνηση του θύματος, ο λόγος γύρω από την ύπαρξη ή μη συναίνεσης κρατάει γερά.Απασχολεί, άλλωστε, εντονότερα από ποτέ σύγχρονες κινηματογραφικές ταινίες ή και τηλεοπτικές σειρές, ενώ το «πολιτικά ορθό» και το κίνημα «Me Too» έχουν προσθέσει νέες διαστάσεις.
Σε μια εποχή που εξακολουθούν να κατακλύζουν τις ειδήσεις θέματα για γυναικοκτονίες, για άνιση και προσβλητική μεταχείριση, σε μια εποχή που δίνονται ακόμη συνεχώς μάχες για το δικαίωμα των γυναικών πάνω στο σώμα τους και τον αυτονόητο σεβασμό στην ανθρώπινη ύπαρξη,μια νεαρή κοπέλα βιάζεται και ό, τι ακολουθεί είναι οι αλλεπάλληλοι "βιασμοί" της από την οικογένεια, την κοινωνία, τους εκπροσώπους της δικαιοσύνης. Η ίδια βρίσκεται "καθηλωμένη" σε όλη τη διάρκεια του έργου, αμέτοχη και ανυπεράσπιστη, ενώ παρακολουθούμε όλους τους ανθρώπους γύρω της να έχουν λόγο και άποψη γι’ αυτό που της συνέβη και δικαιώματα πάνω στο σώμα της, που γίνεται ένα πεδίο συγκρούσεων.
Η υποκρισία οδηγεί στη συμβιβαστική λύση του γάμου της με τον βιαστή της και την ίδια στην αυτοπυρπόληση. Τυλιγμένη ολόκληρη σε επιδέσμους λόγω των καθολικών εγκαυμάτων, παραμένει βουβή μέχρι τέλους στην αίθουσα δικαστηρίου, αρνούμενη να ενδώσει σε οποιαδήποτε συναινετική συμμετοχή της και γίνεται το τραγικό σύμβολο της αξιοπρέπειας απέναντι σε κάθε είδους βιασμό.
Το ενδιαφέρον στο έργο είναι ότι η εξ αντιθέτου επιχειρηματολογία που αναπτύσσει πρώτιστα ο Πατέρας, προσπαθώντας να θέσει όρια στην έννοια του βιασμού και που ήχησε παράδοξη στο παρελθόν, ότι δηλαδή η μη συναίνεση ακόμη και εντός γάμου μπορεί υπό εξωφρενικές προεκτάσεις να θεωρηθεί βιασμός, σήμερα συνιστά ανοιχτό θέμα συζήτησης.
Η κοινωνία που τέμνει ο θεατρικός συγγραφέας αυτού του έργου δεν διέπεται από αυστηρούς ηθικούς φραγμούς.
Η ενήλικη αδελφή, για παράδειγμα, δηλώνει για τον εαυτό της τη δυνατότητα να διατηρεί ελεύθερες ερωτικές σχέσεις, χωρίς όμως να επιτρέπει τον βιασμό της. Επομένως, η δεκαπεντάχρονη αδελφή μοιάζει να εγκαλείται ως συνυπεύθυνη του βιασμού της, καθώς θα μπορούσε να τον είχε αποτρέψει. Ασχέτως αν, έκτοτε, έχει περιπέσει σε πλήρη αλαλία.Πατέρας και Αδελφή, συνεπικουρούντος του περιβάλλοντος, με χτυπητό παράδειγμα τον Αρραβωνιαστικό που ακυρώνει πάραυτα τον αρραβώνα, οδηγούν το Κορίτσι, ως μόνο τρόπο επανάκτησης της οικογενειακής τους τιμής, στην αυτοκτονία του. Έχει, εν παρόδω, αναφερθεί η εναλλακτική επιλογή να οδηγηθεί στην πορνεία, μια διακειμενική μονάδα που μας οδηγεί στην «Παιδούλα» του έργου του Κολτές, Ρομπέρτο Τζούκκο, η οποία οδηγείται σε μπορντέλο από τον αδελφό της μετά τη συνεύρεσή της με τον Ρομπέρτο και το χάσιμο της παρθενίας της.
Η παρότρυνση Πατέρα και Αδελφής θα οδηγήσει εδώ το Κορίτσι στην εξωφρενική πράξη της αυτοπυρπόλησης που, όμως, δεν θα καταλήξει σε θάνατο, αλλά σε μια πλήρη μουμιοποίησή της, με τις γάζες να καλύπτουν όλο το καμένο της σώμα.
Το πρόσφατο νομοσχέδιο στην Τουρκία, που αποποινικοποιεί τον βιαστή ανήλικης μέσω γάμου, προ-αναγγέλεται από την έκβαση που δίνει στο έργο καλητέχνης : Αυτή τη «μούμια» θα καταλήξει, κατόπιν συμβιβασμών, και με το αζημίωτο, να παντρευτεί ο «Βιαστής», ώστε να γλιτώσει τη φυλακή: μια νύφη στα πρόθυρα του θανάτου, σε μια πικρόχολα σαρκαστική έκβαση που παραπέμπει διακειμενικά στη νεκρή νύφη του σουρεαλιστικού Προξενιού της Αντιγόνης του Βασίλη Ζιώγα.
Ο συγγραφέας δομεί το έργο του με τέτοιον τρόπο, ώστε μεταξύ των οικογενειακών σκηνών να παρεμβαίνουν οι μάρτυρες, οι πραγματογνώμονες ή οι εισαγγελικές αγορεύσεις στο δικαστήριο όπου γίνεται η δίκη του συλληφθέντος βιαστή, και στων οποίων την επιχειρηματολογία επανέρχονται όλες οι κατεστημένες και τετριμμένες απόψεις περί του συμβάντος. Το επανερχόμενο διακύβευμα δεν είναι το πρόσωπο το Κοριτσιού, δεν είναι η καθαυτή άσκηση έμφυλης βίας, ούτε η συνέπειές της στο σώμα και την ψυχή του, αλλά το «χαλασμένο αιδοίο» του.
|